- ἡμιωρία
- ἡμι-ωρία, ἡ, ([etym.] ὥρα)A half-hour, Dam.Pr.389.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιωρία — ἡμιωρία, ἡ (Α) [ημίωρος] μισή ώρα … Dictionary of Greek
ἡμιωρίαν — ἡμιωρίᾱν , ἡμιωρία half hour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek